σεϊτάνης

σεϊτάνης
ο, Ν
1. διάβολος, σατανάς
2. το πνεύμα τού κακού που οδηγεί τους ανθρώπους στην αμαρτία
3. πονηρός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şeytan].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”